- χειμοθνής
- χειμο-θνής, ῆτος, am Winter od. Frost gestorben, erfroren
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
χειμοθνής — ῆτος, ὁ, ἡ, Α κοκαλωμένος από το κρύο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖμα (βλ. λ. χειμώνας) + θνής (< θ. θνᾶ / θνη τού θνῄσκω), πρβλ. ἀνδρο θνής, λιμο θνής] … Dictionary of Greek
θάνατος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση του θανάτου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Θ. κατοικούσε στον Τάρταρο, είχε σιδερένια καρδιά και ήταν ανελέητος και σκληρός με τους… … Dictionary of Greek